- κοφίνῳ
- κόφινοςbasketmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοφινώ — (Α κοφινῶ, όω) [κόφινος] νεοελλ. προτειχίζω οχύρωμα με κοφίνια γεμάτα χώμα ή καλύπτω κάτι με κοφίνια αρχ. παθ. κοφινοῡμαι, όομαι καλύπτομαι με κοφίνι … Dictionary of Greek
κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… … Dictionary of Greek